ἀδιόρθωτα

ἀδιόρθωτα
ἀδιόρθωτος
not corrected
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιόρθωτος — η, ο 1. αυτός που δε διορθώθηκε: Είχε αφήσει αδιόρθωτα πολλά λάθη. 2. αυτός που δε διορθώνεται, δε συνετίζεται: Μ όλα τα παθήματά του έμεινε αδιόρθωτος. 3. αταχτοποίητος, άφτιαχτος: Τον παρακάλεσε να μην αφήσει την κλειδαριά αδιόρθωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”